- δημορριφης
- δημορριφήςδημο-ρρῐφής2брошенный народом, народный
(ἀρά Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀρά Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δημορριφής — δημορριφής, ές (Α) φρ. «δημορριφεῑς... ἀράς» κατάρες που ρίχτηκαν από τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + ριφής < ριφή < ρίπτω] … Dictionary of Greek
δημορριφεῖς — δημορριφής hurled by the people masc/fem acc pl δημορριφής hurled by the people masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek